Η ιστορία του Ηρακλείου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα
Το όνομα Ηράκλειο
Σχετικά με την προέλευση του ονόματος Ηράκλειο, ο μύθος αναφέρει ότι η Ρέα, η μητέρα του Δία, ανέθεσε στους Κουρήτες τη φύλαξη του νεογέννητου γιου της στην προσπάθεια της να τον γλιτώσει από τον πατέρα του Κρόνο.
Table of Contents
Ένας από αυτούς, ο Ιδαίος Ηρακλής (δεν πρέπει να συγχέεται με τον γνωστό ήρωα Ηρακλή με τους περίφημους άθλους του) φεύγει για την Ολυμπία και διοργανώνει μαζί με τα αδέλφια του (Παιωναίος, Επιμίδης, Ιάσιος, Ιδας) αγώνα δρόμου. Ήταν ο πρώτος αγώνας δρόμου στον κόσμο και ο Ιδαίος Ηρακλής στεφάνωσε τον νικητή με ένα κλαδί από την αγριελιά που είχε ο ίδιος φυτέψει εκεί. Από τότε έμεινε η συνήθεια να στεφανώνουν με στεφάνια αγριελιάς τους νικητές των Ολυμπιακών αγώνων.
Αργότερα ο Κλύμενος, απόγονος του Ιδαίου Ηρακλή, ίδρυσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έχτισε προς τιμή των προγόνων του βωμό, στο χώρο που σήμερα βρίσκεται η αρχαία Ολυμπία. Ο ίδιος ο Ιδαίος Ηρακλής χάρισε το όνομά του στο σημερινό Ηράκλειο.
Ο παραπάνω μύθος ίσως θέλει να καταδείξει την μινωική Κρήτη σαν τόπο όπου γεννήθηκε ο αθλητισμός. Γνωρίζουμε από τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα ίχνη των τοιχογραφιών στην Κνωσό, ότι οι Μινωίτες αγαπούσαν τον αθλητισμό και ασχολούνταν με αθλήματα, όπως η γυμναστική, η τοξοβολία, οι αρματοδρομίες, η πυγμαχία και η πάλη, η κολύμβηση και άλλα, ειδικά σε γιορτές όπως τα ταυροκαθάψια.
Μινωικό Ηράκλειο
Την Μινωική (προϊστορική) εποχή θα πρέπει να υπήρχαν σποραδικά σπίτια στο σημερινό κέντρο του Ηρακλείου, ενώ κάποιες μικρές κοινότητες ζούσαν στους γειτονικούς λόφους. Η περιοχή ανατολικά του Ηρακλείου, δηλαδή ο Πόρος, ο Κατσαμπάς, η Αλικαρνασσός και η περιοχή του αεροδρομίου μέχρι τον Καρτερό ποταμό και την Αμνισό, παρουσιάζει σημάδια κατοίκησης τόσο λόγω γεωμορφολογίας όσο και λόγω του ότι ήταν η φυσική διέξοδος της Κνωσού στη θάλασσα μέσω του Καίρατου ποταμού που εκβάλλει στον Κατσαμπά (ανατολικό άκρο του σημερινού λιμανιού του Ηρακλείου). Αυτό αποδεικνύεται από πρόσφατη ανασκαφή στην περιοχή του Κατσαμπά, που έφερε στο φως τμήμα των μινωικών λιμενικών εγκαταστάσεων.
Αντίθετα, η περιοχή στα δυτικά της πόλης (Γιόφυρος – Αμουδάρα), δεν ευνοούσε την κατοίκηση γιατί όντας στην εκβολή τεσσάρων ποταμών σε πολλά σημεία ήταν ελώδης.
Ο οικισμός με το όνομα Ηράκλειο πρέπει να διαμορφώθηκε κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ. (9ος π.Χ. αιώνας) στην περιοχή ανάμεσα στις οδούς Δαιδάλου και Επιμενίδου, δηλαδή στην κορυφή του λόφου, που πάνω του είναι κτισμένο το σημερινό κέντρο του Ηρακλείου σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Βυζαντινό Ηράκλειο – Το Κάστρο
Την πρώτη βυζαντινή περίοδο (4ος-9ος μ.Χ.) η μικρή πόλη Ηράκλειο συναντάται με το όνομα Κάστρο, ονομασία που υποδηλώνει μια κάποιας μορφής οχύρωση. Τότε η Κρήτη αποτελούσε επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, ενώ διοικητικό, στρατιωτικό και θρησκευτικό κέντρο του νησιού ήταν η Γόρτυνα. Οι πόλεις στη βόρεια Κρήτη εμφανίζονται λιγότερο αναπτυγμένες καθώς οι θαλάσσιοι δρόμοι περνούσαν από το Νότο.
Οι αιώνες 7ος και 8ος αναφέρονται ως σκοτεινοί από τους ιστορικούς, γιατί οι σχετικές με την εποχή πληροφορίες από γραπτές ή κάθε άλλου είδους πηγή είναι πενιχρές. Αναφορές γίνονται για φυσικές καταστροφές και, κυρίως από τα μέσα του 7ου αιώνα, για πειρατικές επιδρομές. Εξ αιτίας αυτών οι οικισμοί χάνουν τον αστικό τους χαρακτήρα, ο πληθυσμός μειώνεται και οι στρατιωτικές δυνάμεις του νησιού περιορίζονται.
Η κατάληψη του Ηρακλείου από τους Αραβες – Χάνδακας ή Candia
Σαρακηνοί Άραβες εκδιώκονται από την Ισπανία και με αρχηγό τον Αμπού Χαφς Ομάρ καταφεύγουν στην Αλεξάνδρεια, από όπου εκδιώκονται και πάλι. Έτσι εκμεταλλευόμενοι την αμυντική αδυναμία της Κρήτης σταδιακά την καταλαμβάνουν το 824-828 μ.Χ.
Κύρια ασχολία τους ήταν η πειρατεία, γι’ αυτό και επέλεξαν το Ηράκλειο για πρωτεύουσα του εμιράτου τους. Η γεωγραφική του θέση στο βόρειο και κεντρικό τμήμα του νησιού διευκόλυνε από τη μια τις επιδρομές τους προς τις ακτές του Αιγαίου και από την άλλη τη συλλογή προϊόντων από όλη την Κρήτη για το εμπόριό τους με τα ισλαμικά κράτη.
Το Ηράκλειο οχυρώνεται με τείχος με λίθινη βάση και πλίνθινο σώμα, το οποίο περιβάλλεται από βαθιά τάφρο (khandaq) από εκεί και παίρνει το όνομά της Rabdh el Khandaq δηλαδή Φρούριο της Τάφρου, εξελληνισμένο Χάνδακας και εκλατινισμένο Κάντια.
Η μορφή του αραβικού Χάνδακα δεν πρέπει να είχε μεγάλες διαφορές από το βυζαντινό και το ενετικό Ηράκλειο.
Η επανάκτηση του Ηρακλείου από τους Βυζαντινούς – Το Μεγάλο Κάστρο
Για τους βυζαντινούς η Κρήτη και η πρωτεύουσά της Χάνδακας, επί Αραβοκρατίας ήταν άντρο πειρατών και δουλεμπόρων. Αραβικές πηγές από την άλλη αναφέρουν ότι στην καινούρια τους κτήση οι Άραβες ανέπτυξαν το δικό τους πολιτισμό με πνευματικό κέντρο τον Χάνδακα, δικό τους νόμισμα, ανεπτυγμένη μεταλλοτεχνία και κεραμική.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επιδίωξε επανειλημμένα να ανακτήσει την στρατηγικής σημασίας Κρήτη για τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών στη νότια Μεσόγειο θάλασσα. Το 961 ο Νικηφόρος Φωκάς, αρχιστράτηγος και μετέπειτα αυτοκράτορας του Βυζαντίου το κατάφερε και από τότε ξεκινά η δεύτερη βυζαντινή περίοδος για το νησί.
Ο Χάνδακας κατά την πολιορκία είχε ισοπεδωθεί και η παράλια θέση του ήταν επισφαλής από πειρατικές επιδρομές, γι’ αυτό ο Νικηφόρος Φωκάς θέλησε να μεταφέρει την πρωτεύουσα λίγο νοτιότερα στο Κανλί Καστέλι (σήμερα Προφήτης Ηλίας), χτίζοντας μάλιστα και φρούριο.
Ωστόσο ο λαός της Κρήτης δεν θεώρησε σαν καλή επιλογή την εγκατάλειψη του Ηρακλείου και την μετακίνηση στην ενδοχώρα, γιατί αυτό θα σήμαινε τον μαρασμό του θαλάσσιου εμπόριου με δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομία του νησιού. Ετσι οι κάτοικοι γρήγορα επέστρεψαν στο παραθαλάσσιο Ηράκλειο και άρχισαν την ανοικοδόμηση του. Το λιμάνι οργανώθηκε καλύτερα και χτίστηκε νέα οχύρωση πάνω στα θεμέλια του αραβικού τείχους. Πολύ σύντομα το Ηράκλειο αναπτύχθηκε σε πολιτεία με αστική οργάνωση, τη μοναδική στην Κρήτη, και πήρε το όνομα Μεγάλο Κάστρο.
Το διοικητικό της κέντρο πιθανότατα βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή της πλατείας Ελευθερίου Βενιζέλου. Αυτή η ανάπτυξη προσέλκυσε πληθυσμό και έτσι η πόλη, που απλωνόταν στην περιοχή μεταξύ των οδών Δαιδάλου, Χάνδακος, Επιμενίδου, Μποφόρ, άρχισε να επεκτείνεται δημιουργώντας προάστια.
Το Ενετικό Ηράκλειο – Κάντια
Η τέταρτη Σταυροφορία του 1204 είχε ως συνέπεια την πτώση της Κωνσταντινούπολης και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Σταυροφόρους. Ο Αλέξιος Δ’ ο Άγγελος, ραδιούργος σφετεριστής του θρόνου, παραχώρησε την Κρήτη στον Σταυροφόρο Βονιφάτιο Μομφερατικό, ο οποίος με τη σειρά του την πούλησε στο δόγη Δάνδολο της Βενετίας. Οι Βενετοί καθυστερώντας τη διανομή γαιών έδωσαν περιθώριο στον Γενουάτη πειρατή Ερρίκο Πεσκατόρε το 1206 να καταλάβει το νησί και μάλιστα να χτίσει δεκατέσσερα φρούρια σ’ αυτό.
Μετά από μία σειρά αντιδιεκδικήσεων, τελικά το 1211 η Κρήτη οριστικοποιείται στα χέρια των Ενετών, κυριαρχία η οποία θα κρατήσει μέχρι το 1669, όπου η Κρήτη αποτελεί μία ενιαία διοικητική περιφέρεια με το όνομα Βασίλειο της Κρήτης (Regno di Candia). Η Κάντια (Ηράκλειο) πρωτεύουσα του βασιλείου, υπήρξε τους πέντε αιώνες της ενετοκρατίας το πολιτικό, στρατιωτικό, εμπορικό, κοινωνικό και πνευματικό κέντρο του νησιού από τα σπουδαιότερα αστικά κέντρα της Ανατολικής Μεσογείου.
Αναφέρεται ότι το Ηράκλειο (Κάντια) απέκτησε τη φήμη της “πρώτης πόλης μετά την πρώτη πόλη” της Ενετικής Δημοκρατίας, δηλαδή για τους Ενετούς ήταν δεύτερο σε σημασία αμέσως μετά την Βενετία. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι οι Ενετοί στην πρόσοψη της εκκλησίας της Σάντα Μαρία στη Βενετία έχουν τοποθετήσει ένα ανάγλυφο που δείχνει τα τείχη της Κάντια (Ηράκλειο), το λιμάνι με τα νεώρια και το φρούριο Κούλες, την πύλη Voltone, ναούς, μνημεία και κρήνες της πόλης.
Τους πρώτους δύο αιώνες της ενετικής κατάκτησης οι ντόπιοι, συσπειρωμένοι γύρω από γόνους μεγάλων οικογενειών με τοπική δύναμη και έντονη συνείδηση, κατέφευγαν συνεχώς σε αποτυχημένες επαναστάσεις αντιδρώντας στον ξένο ζυγό. Μετά τον 14ο μ.Χ. αιώνα οι σχέσεις μεταξύ Βενετών και Κρητικών βελτιώνονται καθώς οι δεύτεροι αποκτούν περισσότερες ελευθερίες και δικαιώματα τόσο στην οικονομική ζωή του τόπου όσο και στην εκπλήρωση του θρησκευτικού τους συναισθήματος.
Η οικονομική άνθηση της Κρήτης γενικότερα, αλλά και ειδικότερα της πρωτεύουσας Κάντια (Ηράκλειο), οδήγησε στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και στην ανάπτυξη μίας Βενετο-Κρητικής αστικής κοινωνίας με εκλεπτυσμένη ζωή. Γόνιμες αλληλεπιδράσεις μεταξύ βυζαντινής και ιταλικής διανόησης έφεραν αυτό που σήμερα ονομάζουμε Κρητική Αναγέννηση στις Τέχνες και στα Γράμματα (16ος αιώνας). Μεγάλη άνθηση γνώρισαν η ζωγραφική, η λογοτεχνία, η ποίηση, το θέατρο με σπουδαία έργα και εκπροσώπους, δημιουργώντας ένα πολιτισμό με Κρητικά χαρακτηριστικά.
Οι Ενετοί ήδη από την αρχή της κατάκτησής τους θέλησαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στο νησί μεταφέροντας στοιχεία της μητρόπολής τους, της Βενετίας, στην νέα τους αποικία. Έντονα φαίνεται αυτό στην αρχιτεκτονική με εμφανή αναγεννησιακά στοιχεία και την αίσθηση μίας μεγαλοπρέπειας τόσο στα δημόσια κτίρια του Ηρακλείου (δουκικό παλάτι, Λότζια, βασιλική Αγ. Μάρκου) όσο και στα ιδιωτικά.
Τους δύο τελευταίους αιώνες της ενετικής κυριαρχίας το Ηράκλειο είχε σχεδόν τριπλασιαστεί σε έκταση και παράλληλα η τουρκική απειλή είχε αρχίσει να διαφαίνεται. Η ενετική Γερουσία αποφάσισε το 1462 να ανεγείρει νέα οχύρωση περιμετρικά της πόλης, συμπεριλαμβάνοντας και τις νέες συνοικίες έξω από τα παλαιά τείχη, και να ενισχύσει τις λιμενικές εγκαταστάσεις. Στα πλαίσια αυτού του μεγαλεπήβολου προγράμματος η Κάντια οχυρώνεται σύμφωνα με το σύστημα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής με προμαχώνες, μοναδικό δείγμα του είδους του σε όλη τη Μεσόγειο, που σώζεται σε τόσο καλή κατάσταση.
Τα περισσότερα μνημεία που διατηρούνται σήμερα στο Ηράκλειο είναι αυτής της περιόδου, όταν η πόλη ήταν το πιο σημαντικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου.
Σε ό, τι αφορά βέβαια την ανέγερσή τους πρέπει να γίνει μνεία στο φαινόμενο της αγγαρείας, καθώς δεν θα ήταν διαφορετικά δυνατή χωρίς τα απαραίτητα εργατικά χέρια. Ο ντόπιος ανδρικός πληθυσμός ήταν υποχρεωμένος μέχρι την ηλικία των εξήντα κάθε χρόνο μία φορά να δουλεύουν στα δημόσια έργα για διάστημα περίπου δύο μηνών.
Οι Τούρκοι πολιορκούν και καταλαμβάνουν το Ηράκλειο
Ο φόβος για τούρκικη επίθεση δεν άργησε να αποδειχθεί βάσιμος. Το 1645 ξεκίνησε ο πέμπτος βενετοτουρκικός πόλεμος. Τούρκικος στρατός αποβιβάστηκε στη δυτική Κρήτη το 1645, και μετά από πολλές σκληρές μάχες, οι Τούρκοι κατάφεραν να γίνουν κύριοι όλης της Κρήτης, εκτός του Χάνδακα (Ηράκλειο).
Η πολιορκία του Χάνδακα ξεκίνησε το 1647 και διήρκησε 22 χρόνια, μέχρι το 1669, όπου τελικά έπεσε στους Τούρκους έπειτα από προδοσία του βενετοκρητικού Αντρέα Μπαρότσι. Ο Μπαρότσι ήταν μηχανικός και έδωσε τα σχέδια των τειχών στον πολιορκητή της πόλης Αχμέτ Κιοπρουλή πασά το 1667, επιδεικνύοντας τα πιο αδύναμα σημεία τους. Η αμυντική δύναμη του Χάνδακα είχε αποδυναμωθεί μετά από 20 ολόκληρα χρόνια πολιορκίας και αποκλεισμού, αλλά το Ηράκλειο αντιστάθηκε για δύο χρόνια ακόμα μέχρι την τελική παράδοση υπό όρους (1669). Το ισχυρότερο φρούριο της Ανατολικής Μεσογείου άντεξε στην πιο μακρόχρονη πολιορκία της παγκόσμιας ιστορίας.
Το κόστος του πολέμου σε ανθρώπινες ζωές και υλικές ζημιές ήταν απροσμέτρητο. Ο Κιοπρουλή Πασάς μετά την παράδοση του Ηρακλείου γκρέμισε ένα τμήμα του τείχους για να μπει θριαμβευτικά σε μία πόλη κατεστραμμένη. Ελάχιστα σπίτια στο κέντρο της παλιάς πόλης ήταν κατοικήσιμα, τα υπόλοιπα ερειπωμένα και κατεστραμμένα από τα βόλια, οι δρόμοι στρωμένοι με οβίδες και βλήματα, μπάζα από γκρεμισμένα σπίτια και πλήθος πτωμάτων.
Άμεσα ξεκίνησε προσπάθεια ανοικοδόμησης της πόλης, η οποία έγινε έδρα του «Γραμματικού της Πόρτας» κάτι αντίστοιχο σε διοικητή ορισμένο από το σουλτάνο. Ανακαινίστηκαν τα ενετικά δημόσια κτίρια για να στεγάσουν τις διάφορες υπηρεσίες, ενώ οι περισσότερες εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά. Η εποχή όμως που ακολούθησε χαρακτηρίζεται από πολιτισμική και οικονομική παρακμή ενώ δεν σταμάτησαν οι επαναστάσεις των ντόπιων για να απελευθερωθούν και αργότερα να ενωθούν με την Ελλάδα.
Μόλις τον 18ο μ.Χ. αιώνα οι ιστορικές συγκυρίες ευνόησαν τον προοδευτικά αυξανόμενο Κρητικό πληθυσμό να συμμετάσχει στις εμπορικές δραστηριότητες και τότε φάνηκε μία σταδιακή ανάπτυξη του Χάνδακα.
Το 1851 η πρωτεύουσα της Κρήτης μεταφέρθηκε στα Χανιά, αλλά αυτό δεν επηρέασε την οικονομική και εμπορική άνθηση της πόλης. Το Ηράκλειο, όπως μετονομάστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, χτυπήθηκε από σεισμό το 1856 και ισοπεδώθηκε. Η ανοικοδόμησή του στον 19ο μ.Χ. αιώνα το μετέτρεψε σε μία μεγάλη τουρκόπολη, μία τυπική βαλκανική πολιτεία. Χαρακτηριστικά της τα ζαμιά με τους μιναρέδες, καφενεία, κρήνες, λουτρά και στενά δρομάκια, σπίτια με σαχνισιά και πυργόσχημους όγκους.
Την ίδια εποχή εμφανίστηκαν κάποια νεοκλασικά ρεύματα φορτισμένα με εθνικό περιεχόμενο τα οποία εξέφραζαν στις ντόπιες ψυχές την αναγέννηση του έθνους. Ο νεοκλασικισμός υιοθετήθηκε ως τάση και από την τούρκικη διπλωματία στα πλαίσια εκσυγχρονισμού του.
Ενωση της Κρήτης με την Ελλάδα
Το Δεκέμβριο του 1913 κηρύσσεται επίσημα η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η Κρήτη αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού κράτους και στα επόμενα χρόνια μοιράζονται τις ίδιες περιπέτειες και το ίδιο μέλλον. Η μικρασιατική καταστροφή το 1922 έχει σαν αποτέλεσμα την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Συνολικά μετακινούνται ένα εκατομμύριο Ελληνες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική θράκη προς την Ελλάδα, ενώ την Ελλάδα εγκαταλείπουν μιισό εκατομμύριο Μουσουλμάνοι.
Οι τελευταίοι (23.821) μουσουλμάνοι κάτοικοι του Ηρακλείου αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη και στη θέση τους έρχονται πολλές χιλιάδες πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Ο πληθυσμός της πόλης αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς και νέοι οικισμοί, όπως η Νέα Αλικαρνασσός, τα Τρία Πεύκα, ο Κατσαμπάς, οι Πατέλες κ.ά., προστίθενται στον πολεοδομικό της ιστό.
Το Ηράκλειο κατά τη Γερμανική κατοχή
Στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου το Ηράκλειο παρουσιάζει την εικόνα ενός αναπτυσσόμενου σύγχρονου αστικού κέντρου, με έντονη εμπορική – ναυτιλιακή κίνηση και «ζωηρή» κοσμική ζωή.
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 κηρύσσεται ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος, ενώ οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941. Η Κρήτη βρίσκεται ουσιαστικά ανοχύρωτη γιατί οι Κρητικοί στρατιώτες είναι εγκλωβισμένοι στην ηπειρωτική Ελλάδα και δεν προλαβαίνουν να επιστρέψουν έγκαιρα και να αντιμετωπίσουν την γερμανική εισβολή στο νησί που ξεκινά στις 20 Μαίου του 1941 (Μάχη της Κρήτης).
Το Ηράκλειο βομβαρδίζεται από την γερμανική αεροπορία ήδη από τις 14 Μαίου. Οσο πλησιάζει η μέρα της εισβολής (20 Μαίου) οι βομβαρδισμοί εντέινονται και πολλοί κάτοικοι εγκαταλείπουν το Ηράκλειο για να βρουν προστασία στα χωριά.
Στις 20 Μαίου χιλιάδες αλεξιπτωτιστές πέφτουν στην Κρήτη προσπαθώντας να την καταλάβουν. Το νησί υπερασπίζονται μικρές συμμαχικές μονάδες (Αγγλοι, Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί) και οι άοπλοι Κρητικοί, που όμως δεν διστάζουν να αντιμετωπίσουν τους πάνοπλους γερμανούς με ξύλα και αγροτικά εργαλεία. Οι επιθέσεις αποκρούονται και τα τάγματα των γερμανών αλεξιπτωτιστών έχουν τεράστιες απώλειες.
Στις 23 Μαίου τα γερμανικά βομβαρδιστικά εξαπολούουν σφοδρή επίθεση εναντίον ολόκληρης της πόλης του Ηρακλείου. Οι στόχοι δεν είναι μόνο στρατιωτικοί, αλλά οποιοδήποτε κτίριο στο Ηράκλειο. Στο τέλος του βομβαρδισμού έχει καταστραφεί το ένα τρίτο της πόλης με μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Η μέρα αυτή έμεινε στη μνήμη των Ηρακλειωτών σαν η “Μαύρη Παρασκευή”.
Από τις 28 Μαίου μέχρι την 1η Ιουνίου αποχωρούν από το Ηράκλειο τα συμμαχικά στρατεύματα και η πόλη παραδίδεται στους Γερμανούς.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής στο Ηράκλειο αλλά και σε ολόκληρη την Κρήτη οργανώνεται η αντίσταση κατά των κατακτητών. Η δράση των αντιστασιακών οργανώσεων εξοργίζει τους Ναζί που συχνά προβαίνουν σε αντίποινα εκτελώντας άμαχο πληθυσμό και καταστρέφοντας ολόκληρα χωριά, όπως η καταστροφή των Ανωγίων και το ολοκαύτωμα της Βιάννου.
Τη νύχτα της 13ης προς 14ης Ιουνίου 1942 ομάδα σαμποτέρ, που εφτασε στην Κρήτη με το Ελληνικό υποβρύχιο “Τρίτων”, εισχωρούν στο χώρο του αεροδρομίου και καταστρέφουν με εμπρηστικές βόμβες 20 περίπου αεροπλάνα της γερμανικής αεροπορίας. Από τους σαμποτέρ μόνο δύο – ο Αγγλος Τζέλικο και ο Ελληνας Κωστής Πετράκης – καταφέρνουν να διαφύγουν, ενώ ένας Γάλλος σκοτώνεται και οι τρεις άλλοι Γάλλοι συλλαμβάνονται.
Την επόμενη μέρα, στις 14 Ιουνίου, οι δυνάμεις κατοχής εκτελούν 50 κατοίκους της ευρύτερης περιοχής Ηρακλείου ως αντίποινα στο σαμποτάζ. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 3 Ιουνίου οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει 12 ακόμα Ηρακλειώτες, ανάμεσα σε αυτούς το δήμαρχο Ηρακλείου Μηνά Γεωργιάδη και τα αδέρφια του. Προς τιμή των 62 αυτών εκτελεσθέντων πήρε το όνομα της η Λεωφόρος 62 Μαρτύρων στο Ηράκλειο.
Στις 11 Οκτωβρίου 1944 έρχεται η πολυπόθητη μέρα της απελευθέρωσης για την πόλη του Ηρακλείου. Η ατμόσφαιρα στην πόλη είναι γεμάτη ένταση, καθώς οι τελευταίοι Γερμανοί αποχωρούν κάτω από τις αποδοκιμασίες του συγκεντρωμένου πλήθους και των ανταρτών, που εισέρχονται στην πόλη. Μόλις, όμως, η γερμανική οπισθοφυλακή, με τη συνοδεία αξιωματικών του συμμαχικού στρατού, διασχίζει τη Χανιώπορτα και απομακρύνεται, όλοι οι συγκεντρωμένοι ξεσπούν σε ζητωκραυγές και τραγούδια.
Το Ηράκλειο από το 1950 και μετά
Εντυπωσιακές είναι οι αλλαγές στην καθημερινή ζωή των κατοίκων. Το λιμάνι επεκτείνεται, τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στους δρόμους πολλαπλασιάζονται και η πόλη αποκτά αεροδρόμιο. Το μπετόν, η ηλεκτρική ενέργεια, το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο «εισβάλλουν» στην καθημερινή ζωή στο Ηράκλειο και αλλάζουν συνήθειες και πρακτικές αιώνων.
Δυστυχώς την ίδια περίοδο στο βωμό του εκμοντερνισμού και της προόδου, πολλά μνημεία κατεδαφίζονται αλόγιστα, είτε για να σβήσουν δυσάρεστες μνήμες του παρελθόντος, είτε για κοντόφθαλμες οικονομικές σκοπιμότητες. Ετσι στο Ηράκλειο εξαφανίστηκε όποιο μνημείο θύμιζε το τούρκικο παρελθόν, γιατί θεωρήθηκε αταίριαστο σε μοντέρνα πόλη ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Ακόμα και για τα ενετικά τείχη υπήρχε σχέδιο κατεδάφισης, για να μπορεί να εξαπλωθεί η πόλη ελεύθερα, αλλά ευτυχώς το σχέδιο κρίθηκε οικονομικά ασύμφορο και εγκαταλείφθηκε γρήγορα.
© explorecrete.com Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή η αντιγραφή χωρίς άδεια