Ιστορία Μονής Τοπλού
Οι ντόπιοι αναφέρονται στη Μονή Τοπλού και με το προσωνύμιο «Μεγάλο Μοναστήρι». Ωστόσο η επίσημη ονομασία είναι Παναγία Ακρωτηριανή, ενώ το όνομα Τοπλού προέρχεται από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, καθώς στα τούρκικα η λέξη «τοπ» σημαίνει κανόνι.
Πραγματικά, η Μονή Τοπλού είχε πάρει άδεια στην τελευταία περίοδο της Ενετικής κυριαρχίας να εξοπλιστεί με μικρό κανόνι για να αντιμετωπίσει τυχόν πειρατικές επιδρομές και επιθέσεις Τούρκων.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα ανατολικά παράλια της Κρήτης προσφέρουν πολλά σημεία για εύκολη αποβίβαση οποιουδήποτε εχθρού, που συχνά επιτίθονταν και λεηλατούσε μοναστήρια για τα πολύτιμα κειμήλια που φυλάσσονταν σε αυτά, αλλά και λόγω θρησκευτικού φανατισμού και μισαλλοδοξίας.
Η ιστορία της Μονής Τοπλού αναφέρει ότι υπέφερε συχνά από τέτοιες επιθέσεις: λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από τους πειρατές το 1498, από τους ιππότες της Μάλτας το 1530 και από τους Τούρκους αργότερα.
Η Μονή ήταν πάντα πλούσια και πολλοί εποφθαλμιούσαν την τεράστια περιουσία της, ενώ συχνά γινόταν στόχος των Τούρκων επειδή ήταν από τους κύριους υποστηρικτές του αγώνα της ανεξαρτησίας της Κρήτης.
Η Μονή Τοπλού την Ενετική περίοδο
Ο αρχικός χώρος χριστιανικής λατρείας ήταν μικρός ναός μέσα στο σπήλαιο «Αγιόνερο», που βρίσκεται κοντά στη Μονή Τοπλού. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την παλαιότητα του ναού αυτού, που σήμερα δεν σώζεται.
Γνωρίζουμε επίσης ότι το βόρειο κλίτος του ναού του μοναστηριού έχει τοιχογραφίες από τον 14ο αιώνα. Φαίνεται ότι γύρω από τον ναό αυτό υπήρχε παλιότερο μοναστήρι που λεηλατήθηκε από Τούρκους πειρατές τον Ιούλιο του 1498.
Κατά τον 16ο αιώνα, παρά τις συνεχείς επιδρομές, η μονή κατάφερε να αποκτήσει μεγάλη περιουσία, να ιδρύσει ναούς στην Κρήτη και να προσαρτήσει πολλά μικρότερα μοναστήρια της Σητείας, που αντιμετώπισαν οικονομικά προβλήματα ή έξωθεν απειλές, όπως η Μονή Καψά.
Το παλιό μοναστήρι της Παναγίας Ακρωτηριανής λεηλατήθηκε επίσης το 1530 από τους ιππότες της Μάλτας, ενώ έπαθε μεγάλες ζημιές από σεισμό το 1612. Τότε οι Ενετοί αποφάσισαν να διαθέσουν 200 δουκάτα για την επισκευή της μονής.
Οι Ενετοί σαν καθολικοί, δεν έβλεπαν με καλό μάτι το ορθόδοξο δόγμα των κρητικών και ποτέ δεν το ενθάρρυναν. Γιατί λοιπόν να ξοδέψουν χρήματα για την επισκευή ενός ορθόδοξου μοναστηριού;
Την απάντηση δίνει η ιστορική συγκυρία: Λίγα χρόνια πριν την εισβολή των Τούρκων στην Κρήτη (1645), οι Ενετοί έδωσαν περισσότερες ελευθερίες στους Κρητικούς και τους βοήθησαν να χτίσουν περισσότερες εκκλησίες και μοναστήρια. Ο λόγος ήταν ότι ήθελαν να τους έχουν με το μέρος τους και να ενδυναμώσουν το θρησκευτικό τους συναίσθημα, ώστε να τους έχουν σύμμαχους σε ένα ενδεχόμενο πόλεμο με τους μουσουλμάνους Τούρκους.
Ο τότε ηγούμενος Γαβριήλ Παντόγαλος αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να κατεδαφιστούν τα παλιά κτίρια που είχαν πληγεί από το σεισμό και να χτιστεί νέο μοναστήρι με τη μορφή φρουρίου, που θα πρόσφερε καλύτερη άμυνα απέναντι στους εχθρούς.
Ο παλιός ναός της Θεοτόκου δεν είχε καταστραφεί, οπότε παρέμεινε και προστέθηκε νότιο κλίτος αφιερωμένο στον Αγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Έτσι το πλήρες όνομα της Μονής είναι Μονή Παναγιάς Ακρωτηριανής και Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
Οι κατασκευές και ανακαινίσεις του Παντόγαλλου δημιούργησαν το εντυπωσιακό αποτέλεσμα που βλέπουμε σήμερα – τον όμορφο ναό με το πανύψηλο αναγεννησιακό καμπαναριό.
Η Μονή Τοπλού συνδυάζει αισθητικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία τόσο από τη Βυζαντινή όσο και από την Αναγεννησιακή τέχνη και αρχιτεκτονική. Λέγεται ότι έχει 100 πόρτες, αν και η εκατοστή πόρτα δεν έχει βρεθεί ακόμα.
Όπως στις κατασκευές φρουρίων το Μεσαίωνα, έτσι και στη Μονή, πάνω από την κεντρική πύλη υπάρχει μια τρύπα, η λεγόμενη τρύπα του Φονιά, την οποία χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί για να ρίχνουν καυτό λάδι στους επίδοξους πορθητές της Μονής. Επίσης η κεντρική πόρτα ήταν ενισχυμένη για να αντέχει στις πολιορκίες και άνοιγε με τη βοήθεια ενός ειδικού μηχανισμού λόγω του μεγάλου βάρους της. Γι αυτό ονομάστηκε «Πύλη του Τροχού».
Η Μονή Τοπλού συνέχισε να ακμάζει και το 1639 αναφέρεται ότι είχε 40 μοναχούς. Δυστυχώς η ακμή διακόπηκε απότομα με την Τουρκική εισβολή στην Κρήτη το 1645.
Η Μονή Τοπλού επί τουρκοκρατίας
Το 1648, λίγα χρόνια μετά την ανακαίνισή της, η Μονή έπεσε εκ νέου θύμα των Τούρκων και το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης την ανακήρυξε το 1704 σε Σταυροπηγιακή, προκειμένου να βοηθήσει την επιβίωσή της.
Το 1798, ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Γρηγόριος ο Ε΄ κήρυξε τη περιουσία της Μονής αδούλωτη και ανενόχλητη και απαγόρευσε την εκποίησή της από τους Τούρκους άνευ αδείας του Οικουμενικού Πατριάρχη. Ο λόγος ήταν τα πολλά χρέη της μονής που δημιουργήθηκαν λόγω των δυσβάσταχτων φόρων και απειλούσαν με δήμευση της περιουσίας της.
Η μεγαλύτερη όμως καταστροφή ήρθε με την ελληνική επανάσταση του 1821, οπότε οι μοναχοί της Μονής Τοπλού σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους «προληπτικά».
Τι σημαίνει αυτό; Ότι παρ’ όλο που η Σητεία δεν πήρε μέρος στην επανάσταση του 1821, οι Τούρκοι σκότωσαν όσους πίστευαν ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν και να στηρίξουν την επανάσταση. Αυτό δεν έγινε μόνο στη Μονή Τοπλού αλλά σε ολόκληρη την επαρχία Σητείας, ακόμα και στο Ηράκλειο (σφαγή επισκόπων στον Αγιο Μηνά).
Η Μονή Τοπλού ερήμωσε από το 1821 μέχρι το 1830, όταν νέοι μοναχοί ήρθαν εδώ. Είναι βέβαιο ότι την περίοδο που έμεινε ακατοίκητο το μοναστήρι χάθηκαν πολλοί από τα κειμήλια του, ειδικά τα χρυσά και αργυρά.
Το 1840 άρχισε να λειτουργεί σχολείο για να μορφωθούν τα παιδιά της απομακρυσμένης αυτής περιοχής της Κρήτης. Ισως το σχολείο να λειτουργούσε παράνομα και παλιότερα, αλλά δεν υπάρχουν πληροφορίες γι αυτό.
Δυστυχώς η ανάκαμψη του μοναστηριού δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Το 1866 νέα επανάσταση ξεσπά στην Κρήτη και αυτή τη φορά οι μοναχοί φαίνεται ότι έχουν ενεργό ρόλο στηρίζοντας τους επαναστάτες. Οι Τούρκοι το μαθαίνουν και το μοναστήρι ερημώνει ξανά και βασανίζονται μέχρι θανάτου όσοι μοναχοί συνελήφθηκαν.
Όταν ο τουρκικός στρατός έφυγε, όσοι μοναχοί είχαν γλιτώσει επέστρεψαν ξανά και συνέχισαν το έργο τους αλλά με πολλές οικονομικές δυσκολίες.
Η Μονή Τοπλού στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο
Κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής ή Μονή Τοπλού πρωτοστάτησε στον αντιστασιακό αγώνα με τη λειτουργία ασυρμάτου για την επικοινωνία με το συμμαχικό στρατηγείο στο Κάιρο και την φιλοξενία αντιστασιακών.
Όταν οι Γερμανοί βεβαιώθηκαν για την δράση της μονής, συνέλαβαν τον ηγούμενο Γεννάδιο Συλλιγνάκη, τους μοναχούς και όσους αντιστασιακούς βρήκαν εκεί. Τους μετέφεραν στις φυλακές της Αγιάς κοντά στα Χανιά, όπου εκτελέστηκαν.
Ενώ αρχικά σκόπευαν να ανατινάξουν το μοναστήρι, τελικά αρκέστηκαν στη δέσμευση της περιουσίας του.
* Βιβλιογραφία: Νίκος Ψιλάκης – Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης
© explorecrete.com Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή η αντιγραφή χωρίς άδεια